- παρακαθεύδω
- V 0-0-0-0-1=1 Jdt 10,20to sleep beside, to guard [τινι]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παρακαθεύδω — Α 1. (για σκύλο) κοιμάμαι κοντά, δίπλα σε κάποιον 2. (για πρόσ.) αγρυπνώ κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καθεύδω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek